Εκτύπωση

  Ο Κολινδρός, όπως και πολλές περιοχές της χώρας μας, έχει ξενιτεμένους σ? όλες τις ηπείρους της γης. Η πικρή ξενιτιά αλλά και ο αποχωρισμός του ξενιτεμένου από τα συγγενικά και  φιλικά πρόσωπα, τραγουδήθηκε με πόνο και καημό από τους κατοίκους του Κολινδρού και των γειτονικών χωριών.

  Παρουσιάζουμε παρακάτω ενδεικτικά τραγούδια της ξενιτιάς που τραγουδιόνταν από τους κατοίκους της περιοχής μας, σε νοσταλγικές στιγμές.

    

Έβγα μάνα  μου  να δεις

Έβγα μάνα μου   να δεις τον ήλιο

κι αν δε βράδιασε  πες μου να φύγω.

 

Φεύγω  μακριά απ? τους γονείς μου,

απ? τ? αδέρφια μου  και συγγενείς μου.

 

Θέλεις ράνε μου γλυκιά μου μάνα,

θέλεις ράνε μου μαργαριτάρι

κι αργυρό σταυρό  να με φυλάγει.

 

 

Αποχαιρετισμός του χωριού

Θα φύγω πάλι απ? το χωριό,

παρ? το φιλί μου το στερνό.

Δασάκι στη βουνοπλαγιά,

ωραίο χωριό σ? αφήνω γεια!

 

Πηγούλες που σας τραγουδώ,

πότε ξανά θα σας ιδώ;

Να? ρθω να σκύψω με χαρά

να πιω απ? τα κρύα σας νερά.

 

Γεια σας και σας γλυκά πουλιά

κι εσείς θ? αφήσετε  φωλιά.

Όμως η αγάπη μας  θα ζει,

θα? ρθούμε πάλι εδώ μαζί.

 

Αφήνω γεια στο κάθε τι,

κρινάκια μου που απ? το στρατί,

σας έφερνα στην Παναγιά,

ωραίο χωριό μου σ? αφήνω γεια!  

 

Φεύγω γλυκιά μανούλα μου

Φεύγω γλυκιά μανούλα μου,

έλα να  σε φιλήσω,

με της καρδιάς  σου την ευχή,

θέλω να ξεκινήσω.

 

(επωδός)

Με τα μάτια μου κλαμένα,

φεύγω μακριά στα ξένα,

ξένος τόπος με προσμένει,

μα η καρδιά μου εδώ θα μένει!

 

Το σπίτι που γεννήθηκα,

με στεναγμό θ? αφήσω,

στον ίσκιο  του μεγάλωσα,

 μα τώρα αλλού θα ζήσω.

 

Με τα μάτια μου κλαμένα,

φεύγω μακριά στα ξένα,

ξένος τόπος με προσμένει,

μα η καρδιά μου εδώ θα μένει!

 

Όπου βρεθώ

Όπου βρεθώ  και όπου σταθώ,

εσένα πάντα γλυκιά μου πατρίδα θα νοσταλγώ,

στης αρχοντιάς σου την ατόφια χάρη

με καμάρι θα βλέπω ζηλευτό.

Γι? αυτό για σε, πάντα θα νιώθω πατρίδα,

ομορφιά και καμάρι λατρευτό !

 

Στην ξενιτιά ειρωνικά,

βλέμματα κι όψεις, θολώνουν την έρμη  την καρδιά.

Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ,

η ανία  και  η πικρία με ζώνουν δολερές.

Γι? αυτό για σε, θα ψάλλω πάντα πατρίδα,

μελωδίες γλυκές νοσταλγικές.

 

Η βοσκοπούλα

Μια βοσκοπούλα ροδοπλασμένη,

τ? αρνί της χάνει στην ερημιά

κι απελπισμένη στα όρη τρέχει

και το φωνάζει μ? απελπισιά.

 

Έχασα, πάει, Θεέ, τ? αρνί μου,

 δε με λυπάσαι, δε με πονάς;

 Κι απελπισμένη στα όρη τρέχει

και το φωνάζει μ? απελπισιά.

 

Ω, Παναγιά μου, γλυκιά Παρθένα,

φανέρωσέ με να βρω τ? αρνί!

Και θα σου φέρω άνθη πλεγμένα

κι άσπρο κεράκι πρωί πρωί .

 

Σαν ξημερώνει ο Θεός τη μέρα,

η βοσκοπούλα χοροπηδά.

Τ? αρνί της  έχει στην αγκαλιά της,

σαν περιστέρι και το φιλά.

 

Το φριχτό λάθος

Κύμα λευκό μην είδες,

εις αυτά τα πελάγη

έναν ταξιδιώτη,

ωραίο και ξανθό.

 

Ω, αν τον είδες κύμα

 πες μου την ελπίδα,

 πες μου  που επάει,

κι αν έχει βοηθό.

 

Ειπές του να ταχύνει,

μην έλθει τελευταίος

και η ζωή  μακριά του,

θα είναι βαρετή.

 

Αν με τα δάκρυα του,

σου έβρεξε το κύμα

ειπές μου να σε βρέξω,

με δάκρυα κι εγώ.

 

Αν σου ?κανε, βρε πάλι

κύμα υγρό το μνήμα,

ω! πες το μου αμέσως,

να πάω να πνιγώ.

 

Φεύγουν τα πλοία εκ του λιμένος

Φεύγουν τα πλοία  εκ του λιμένος,

σημαία  υψώνουν  κι αναχωρούν,

μα ένας νέος και μία νέα,

κλαίνε  την ώρα του μαύρου χωρισμού.

 

Στάσου βρε ναύτη, μην ορθείς τη βάρκα,

στάσου, περίμενε, θέλω να ιδώ,

αυτό το πλάσμα που απεμακρύνθη,

αυτό με παίδευε τον  (συν) καιρό!

 

Να? χα έναν ταχυδρόμο

Να? χα έναν ταχυδρόμο,

να τον έχω βοηθό,

να ρωτώ για το πουλί μου,

 πως περνάει μοναχό;

 

Αλλά ποίος ταχυδρόμος,

θα μπορέσει να διαβεί,

τέτοια όρη, τέτοια δάση,

τέτοια θάλασσα φριχτή;

 

Να κι έρχεται ένα πουλάκι,

μ? ανοιγμένα τα φτερά

και το λέγω, ωραίο τριγωνάκι,

πώς περνάς στην ξενιτιά;

 

Και του δένω γραμματάκι,

στο λαιμό   με μια κλωστή

και του λέω τριγωνάκι,

πρόσεξε να μην χαθεί.

 

Όπου δεις δυο κυπαρίσσια

και στη μέση μιαν ελιά,

εκεί μέσα, ωραίο τριγωνάκι,

να τινάξεις τα φτερά.

 

Εκεί θα? βρεις την αγάπη,

άγγελο ζωγραφιστό,

δώστουνε το γραμματάκι

και ειπές του να? ν? πιστός.

 

Μαύρα μου χελιδόνια

Μαύρα μου χελιδόνια

και καναρίνια μου,

πολύ ψηλά πετάτε

για χαμηλώσετε.

 

Να γράψω  ένα γράμμα

και μια ψιλή γραφή,

να στείλω στη αγάπη,

να μη με καρτερεί.

 

Εμένα με παντρέψαν,

μες στην Αμερική,

μου δώσαν μια γυναίκα,

πρώτη μάγισσα.

 

Μαγεύει τα κορίτσια,

μαγεύει τα παιδιά,

με μάγεψε και μένα

και δεν μπορώ να? ρθω.

 

Θέλει ας καρτερέσει,

θέλει ας παντρευτεί,

θέλει καλογριά να γίνει,

στα μαύρα να ντυθεί.

 

Στο? πα και στο ξαναλέω

Στο? πα και στο ξαναλέω

στο γιαλό μην κατεβείς.

Κι ο γιαλός κάνει φουρτούνα

και σε πάρει και διαβείς.

 

Κι αν  με πάρει που με πάει,

κάτω στα βαθιά νερά,

κάνω το κορμί μου βάρκα

και τα χέρια μου  κουπιά,

το μαντίλι μου πανάκι,

μπαίνω βγαίνω στη στεριά.

 

Στο? πα  και στο ξαναλέω

μην μου γράψεις γράμματα,

γιατί γράμματα δεν ξέρω,

και με πιάνουν κλάματα.

 

Ο Μπάτης

Γλυκά φυσάει ο Μπάτης,

η θάλασσα δροσίζεται

στα γαλανά νερά της

ο ήλιος καθρεπτίζεται.

 

Και λες πως παίζουν με χαρά

πετώντας δίχως έννοια,

ψαράκια με χρυσά φτερά

σε κύματα ασημένια.

 

Στου καραβιού το πλάι

ένα τρελό δελφίνι,

γοργόφτερο πετάει

και πίσω μας αφήνει.

 

Και σαν να καμαρώνεται,

της θάλασσας το άτι

με τους αφρούς της ζώνεται

και μας γυρνά την πλάτη.